Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανόπιν — ἀνόπιν επίρρ. (AM) 1. προς τα πίσω 2. (για βιβλία, κείμενα κ.λπ.) πιο πριν, προηγουμένως … Dictionary of Greek
ἀνόπιν — backwards indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)